Περί του Νομοσχεδίου Θέσπισης Μητρώου Καλλιτεχνών και Καλλιτεχνικής Χορηγίας (Eng below)

(X426497, μέλος της IWW-CyROC και της Ένωσης Μουσικών Κύπρου)

Το νομοσχέδιο «Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΜΗΤΡΩΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΧΟΡΗΓΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2024» είναι γεγονός. Αποτέλεσμα των διεκδικήσεων κυρίως της Ένωσης Μουσικών Κύπρου, αποτελεί αν μη τι άλλο μία ατράνταχτη απόδειξη πως η συλλογική οργάνωση έχει αποτέλεσμα όχι μόνο για την υπεράσπιση κεκτημένων δικαιωμάτων, αλλά και για την κατάκτηση καινούριων.

Το γεγονός πως για πρώτη φορά η καλλιτεχνική κοινότητα διεκδικεί με μία κάποια επιτυχία την αναγνώριση της ως ιδιαίτερη εργασιακή ομάδα, δεν είναι δυστυχώς αιτία για πανηγυρισμούς, γιατί αυτό το Νομοσχέδιο είναι εκ βάθους και εύρους προβληματικό. Και αυτό παρά τις ατελείωτες ώρες που αφιέρωσαν συλλογικοί φορείς εντός της κοινότητας αλλά και μεμονωμένοι καλλιτέχνες στο να καταθέτουν κριτικές και προτάσεις βελτίωσης κατά την διάρκεια των διαφόρων διαδικασιών μιας “ανοιχτής” διαβούλευσης που αποδείχθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, επικοινωνιακό τέχνασμα.

Αρχικά, ας δούμε το προβληματικό εύρος του. Το Νομοσχέδιο αφήνει έξω όλους τους μισθωτούς συναδέλφους του κλάδου μας, και τσουβαλιάζει τους υπόλοιπους με τρόπο που καταδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας την έλλειψη ουσιαστικής επαφής της κυβέρνησης με την εργασιακή μας πραγματικότητα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, ένας μουσικός που εργάζεται μια με τρεις φορές την εβδομάδα, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται το ίδιο με ένα ηθοποιό που εργάζεται δύο με τέσσερις φορές το χρόνο, με ένα ζωγράφο που παρουσιάζει έργο κάθε ένα με δύο χρόνια ή με ένα συγγραφέα που εκδίδει βιβλίο κάθε δέκα. Επιπροσθέτως, κάτω από τις συνθήκες μη συνεχούς απασχόλησης και εποχικότητας που χαρακτηρίζουν κατηγορίες του κλάδου η στέρηση του δικαιώματος σε επιδόματα ανεργίας και ασθενείας είναι εγκληματική, και υπογραμμίζει τους πραγματικούς σκοπούς που συνήθως έχουν τέτοια νομοθετήματα: την τυπική και επιφανειακή αναγνώριση κάποιων πραγμάτων, με πραγματικό σκοπό την καθιέρωση του status quo και ουσιαστικό αποτέλεσμα την χειροτέρευση της υπάρχουσας συνθήκης. Για του λόγου το αληθές, ασχέτως αν περάσει ή όχι το συγκεκριμένο Νομοσχέδιο, δεν δημιουργείται η παραμικρή πιθανότητα για μία κάποια σύνταξη, η σχέση μας με το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΤΚΑ) παραμένει ασαφής, και εμείς συνεχίζουμε να αντιμετωπιζόμαστε ως επαίτες που ζητιανεύουμε χορηγίες. Και μιας και αναφερθήκαμε στις χορηγίες, εδώ είναι που γίνονται τα πράγματα ουσιαστικά χειρότερα· πέραν του θολού και αντιφατικού χαρακτήρα του χορηγικού προγράμματος, ως συνδικαλισμένοι ουσιαστικά καλλιτέχνες δεν μπορούμε παρά να το αναγνωρίσουμε ως μια απόπειρα να εμποδιστεί η έτσι και αλλιώς δύσκολη προσπάθεια υπογραφής συλλογικών συμβάσεων μισθωτής εργασίας.

Ας δούμε τώρα το πρόβλημα σε βάθος, και ας ξεκινήσουμε με τον προβληματικό χαρακτήρα της συμπλήρωσης μέχρι και 30% των κοινωνικών μας ασφαλίσεων με μορφή χορηγίας-επιδόματος από το κράτος που προνοεί το Νομοσχέδιο. Ενώ το ποσοστό φαντάζει ψηλό, δεν πρέπει προφανώς να αγνοούμε πως “μέχρι και” σημαίνει και ενδεχομένως 0%. Μια ματιά στα δημόσια ταμεία αρκεί για να συνειδητοποιήσουμε τις ψηλές πιθανότητες για αυτό το ενδεχόμενο. Πώς μπορεί μια κυβέρνηση, που, μαζί με τις προηγούμενες, έχουν μέσω εσωτερικού δανεισμού ουσιαστικά αδειάσει ένα από τα πιο βιώσιμα Ταμεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων του πλανήτη, να διατείνεται πως θα έχει την δυνατότητα να μας παρέχει ουσιαστική στήριξη μέσω επιδομάτων; Όταν το χρέος της κυβέρνησης προς το ΤΚΑ έχει φτάσει στα 10 δις, και όταν η ολοκληρωτική εξάλειψη της αδήλωτης εργασίας στην χώρα μπορεί να αποφέρει μόλις 10 εκατομμύρια το χρόνο (άρα χρειάζονται χίλια χρόνια με μηδενική αδήλωτη εργασία για να καλυφθεί η ζημιά του εσωτερικού δανεισμού), πως μπορεί να παρουσιάζεται η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας στον κλάδο μας ως κάτι περισσότερο από σταγόνα στον ωκεανό; Ζώντας σε εποχές σκόπιμης συστολής και ατροφίας του κράτους πρόνοιας, επιθετικής φιλελεύθερης αγοράς, στάσιμων και χαμηλών μισθών (και άρα χαμηλών εισφορών στο ΤΚΑ), τι θα γίνει όταν το κράτος δεν θα “έχει” λεφτά για να συμπληρώνει τις κοινωνικές μας ασφαλίσεις; Για να διορθώσουμε τη γνωστή φράση που αποδίδεται στη Θάτσερ, το πρόβλημα με τον καπιταλισμό είναι ότι κάποια στιγμή σου τελειώνουν τα λεφτά των άλλων.

Και αυτό μας φέρνει στο επόμενο ζήτημα, στη δριμεία κριτική που οφείλουμε να κάνουμε στις επιδοματικές πολιτικές γενικότερα. Αυτές στοχεύουν στην καταπολέμηση των συνεπειών και ΟΧΙ των αιτιών ενός προβλήματος. Το επίδομα-χορηγία θα βοηθήσει πράγματι τα άτομα που είναι πιο εκτεθειμένα να μην πιάσουν πάτο, αλλά δεν θα λύσει σημαντικά ζητήματα που έχουμε ως εποχιακοί εργάτες, ως εργάτες χαμηλής τάξης, ως εργάτες που φλερτάρουν με τη φτώχεια μια και δυο φορές το χρόνο. Η επιδοματική πολιτική έχει και ένα συμβολισμό που κρύβει παγίδες. Υπάρχει ο κίνδυνος από «εργάτες που ζούμε με μαύρα» (αδήλωτη εργασία δηλαδή) όπως συχνά μας κατηγορούν, να μετατραπούμε σε «εργάτες που ζούμε με τους φόρους και τις κοινωνικές εισφορές που καταβάλλουν οι άλλοι». Εν καιρώ κορωνοϊού, για παράδειγμα, πολλάκις κατέκριναν εμάς τους μουσικούς πως δεν προσφέρουμε στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επομένως, σε δύσκολους καιρούς, τέτοιες πολιτικές μπορούν να μας οδηγήσουν σε στιγματισμό. Έχω προσωπικά βιώσει άπειρες ώρες ατερμόνων συζητήσεων στην προσπάθεια μου να πείσω ότι δεν θέλω να ζω με μαύρα, ούτε θέλω να πλουτίσω, και ότι ο πολιτισμός ανήκει στην παραγωγή (άυλη), ότι παράγουμε (και) εμείς οι καλλιτέχνες δηλαδή.

Θα τελειώσουμε με μια αναφορά στο ίσως πιο σημαντικό ζήτημα, το οποίο συνοψίζεται στον όρο «αυτοεργοδοτούμενος». Ο όρος αυτός αναφέρεται σε πρόσωπα που εργάζονται για κέρδος ή αμοιβή αλλά δεν είναι εργοδοτούμενα σε άλλο εργοδότη. Με όρους πολιτικής οικονομίας, είναι το άτομο που απολαμβάνει τον μισθό του και την υπεραξία του, και ασκεί έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής που χρησιμοποιεί. Το νομικό πλαίσιο της Κύπρου τσουβαλιάζει μέσα σε αυτόν τον όρο τους λεγόμενους solo αυτοεργοδοτούμενους (μεμονωμένους εργάτες που δουλεύουν χωρίς κάποιο αφεντικό), με τις επιχειρήσεις που δεν είναι νομικά πρόσωπα (ασχέτως αν εργοδοτούν τρίτα άτομα). Εξού και οι ψηλές κοινωνικές ασφαλίσεις που πρέπει να καταβάλλουμε αφού το κράτος μας αναγνωρίζει ουσιαστικά ως επιχειρηματίες. Εξού και η στέρηση του βασικού ανθρώπινου δικαιώματος στην συλλογική συνδικαλιστική οργάνωση, που κατέχουν βάσει Συντάγματος και νομικού πλαισίου οι μισθωτοί εργαζόμενοι. Φυσικά, η πραγματικότητα για την πλειοψηφία των αυτοεργοδοτούμενων, εντός και εκτός του κλάδου των καλλιτεχνών, είναι πως έχουμε αφεντικό – τον εκάστοτε πελάτη, τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού που θα παίξουμε, τον εκδότη που μας πιέζει να μην ξεπεράσουμε τα deadlines που έχει ορίσει κτλ. Το ότι δουλεύουμε εποχικά, ή κατ’ ουσίαν με το κομμάτι, δεν μας κάνει λιγότερο εργάτες· αυτές ήταν οι κυρίαρχες μορφές εργασίας πριν μερικές δεκαετίες. Όσο για τα μέσα παραγωγής που και καλά ελέγχουμε εμείς, θα αρκεστώ στο δικό μου παράδειγμα: το γεγονός πως μου ανήκει η κιθάρα μου δεν αρκεί για να βγάλω τα προς το ζην, και δεν μου στερεί την ιδιότητα του εργάτη, όπως ακριβώς ίσχυε και για τους μεταλλωρύχους τους οποίους ανάγκαζαν να αγοράζουν τα φτυάρια και τους κασμάδες τους (να γιατί σε κάποιους συμφέρει να ξεχάσουμε την ιστορία της τάξης μας).

Εν κατακλείδι, καλούμε όλα τα άτομα του καλλιτεχνικού κλάδου να αναγνωρίσουν το Νομοσχέδιο για αυτό που είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων ως πια προχειρότητα για τα μάτια του κόσμου που δεν αξίζει το χαρτί πάνω στο οποίο γράφτηκε. Η μόνη του αξία έγκειται, επαναλαμβάνουμε, στο γεγονός πως μέχρι πρόσφατα αυτή η έστω τυπική αναγνώριση φάνταζε αδιανόητη· αυτή είναι η ευλογία και η κατάρα των συλλογικών αγώνων, κάνουν τα αδιανόητα του χθες να φαντάζουν αυτονόητα σήμερα. Τέτοιους συλλογικούς αγώνες απαιτεί η εποχή μας όμως, αγώνες και συλλογικές οργανώσεις που δεν θα αρκεστούν στο πρώτο κοκαλάκι που θα μας πετάξουν κυβέρνηση και εργοδότες μας. Να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων – δεν έχουμε και άλλη επιλογή όταν παίζεται το βιος μας! Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Μπορούμε να κερδίσουμε τα πάντα.

***

About the Artists’ Registry and Sponsorships Bill

(X426497, member of IWW-CyROC and the Cyprus Musicians’ Association)

The bill called “THE LAW ON THE CREATION OF A REGISTRY OF ARTISTS AND THE ESTABLISHMENT OF ARTISTIC SPONSORSHIP OF 2024” is a fact. Being the result of mainly the demands of the Cyprus Musicians’ Association, it constitutes, if nothing else, unshakable proof that collective organisation is effective not only in defending our present rights, but also in acquiring new ones.

The fact that, for the first time, the artistic community is claiming with some success its recognition as a special working group is unfortunately not a cause for celebration, because this Bill is deeply and broadly problematic. And this despite the endless hours that collective bodies within the community and individual artists dedicated to submitting criticisms and suggestions for improvement during the various processes of an “open” consultation that turned out, as expected, to be a communication ploy.

First, let’s look at its problematic limited scope. The Bill leaves out all salaried fellow workers in our industry, and bundles the rest in a way that demonstrates beyond any doubt the government’s lack of substantive idea about our working reality. In the best of cases, a musician who works one to three times a week cannot be treated the same as an actor who works two to four times a year, a painter who presents work every one to two years, or a writer who publishes a book every ten. In addition, under the conditions of non-continuous employment and seasonality that characterise categories of the sector, the deprivation of the right to unemployment and sickness benefits is criminal, and underlines the real purposes that such legislation usually has: the formal and superficial recognition of some things, with the real purpose of maintaining the status quo and the essential result of worsening the existing condition. For the truth of the matter, regardless of whether or not this specific Bill passes, there is not the slightest possibility for a pension, our relationship with the Social Insurance Fund remains unclear, and we continue to be treated as beggars begging for sponsorships. And since we mentioned sponsorships, this is where things get substantially worse; beyond the murky and contradictory nature of the sponsorship program, as essentially organised artists we cannot help but recognise it as an attempt to hinder the already difficult effort to sign collective bargaining agreements.

Let us now look at the problem in depth, and let us start with the problematic nature of the state supplementing up to 30% of our social insurance in the form of a grant-subsidy, as provided for in the Bill. While the percentage seems high, we should obviously not ignore that “up to” also means possibly 0%. A look at the public coffers is enough to realise the high chances of this possibility. How can a government, which, together with the previous ones, have essentially emptied one of the most viable Social Security Funds on the planet through internal borrowing, claim that it will have the ability to provide us with substantial support through subsidies? When the government’s debt to the Social Security Fund has reached 10 billion, and when the complete elimination of undeclared work in the country can yield only 10 million per year (so it takes a thousand years with zero undeclared work to cover the damage of internal borrowing), how can the fight against undeclared work in our sector be presented as anything more than a drop in the ocean? Living in times of deliberate contraction and atrophy of the welfare state, an aggressive liberal market, stagnant and low wages (and therefore low contributions to the Social Security Fund), what will happen when the state does not “have” money to supplement our social insurance? To correct the well-known phrase attributed to Thatcher, the problem with capitalism is that at some point you run out of other people’s money.

And this brings us to the next issue, the harsh criticism that we must make of benefit policies in general. These aim to combat the consequences and NOT the causes of a problem. The subsidy-sponsorship will indeed help the people who are most exposed not to hit rock bottom, but it will not solve important issues that we have as seasonal workers, as low-class workers, as workers who flirt with poverty once or twice a year. The subsidy policy also has a symbolism that hides traps. There is a risk that from workers who do undeclared work as we are often accused of, we will turn into “workers who live on the taxes and social contributions paid by others”. During the coronavirus, for example, we musicians were often criticised for not contributing to the Social Security Fund. Therefore, in difficult times, such policies can lead to stigmatisation. I have personally experienced countless hours of endless discussions in my attempt to convince people that I do not want to live in poverty, nor do I want to get rich, and that culture belongs to (intangible) production, that we artists (also) produce.

We will end with a reference to perhaps the most important issue, which is summarised in the term “self-employed”. This term refers to persons who work for profit or remuneration but are not employed by another employer. In terms of political economy, it is the person who enjoys their salary and surplus value, and exercises control over the means of production they use. The legal framework of Cyprus lumps together within this term the so-called solo self-employed (individual workers who work without a boss), with businesses that are not legal entities (regardless of whether they employ other people). Hence the high social insurance that we must pay since the state essentially recognises us as entrepreneurs. Hence the deprivation of the basic human right to collective labour organisation, which wage workers possess under the Constitution and legal framework. Of course, the reality for the majority of self-employed people, both in and out of the artist industry, is that we have a boss – the client, the owner of the store we’re going to play at, the publisher who pressures us not to exceed the deadlines they have set, etc. The fact that we work seasonally, or essentially doing piecework, does not make us any less workers; these were the dominant forms of work a few decades ago. As for the means of production that we do control, I’ll provide you my own example: the fact that I own my guitar is not enough to make a living, and it does not deprive me of the status of a worker, just as it was true for the miners who were forced to buy their own shovels and picks (that’s why it’s in some people’s interest to make us forget the history of our class).

In conclusion, we call on all individuals in the artistic sector to recognize the Bill for what it is, at best a sloppy communication ploy that is not worth the paper on which it was written. Its only value lies, we repeat, in the fact that until recently this even formal recognition seemed unthinkable; this is the blessing and the curse of collective struggles, they make the unthinkable of yesterday seem obvious today. Our time demands such collective struggles, however, struggles and collective organisations that will not be satisfied with the first bone that our government and employers throw at us. Let us rise to the occasion – we have no other choice when our lives are at stake! We have nothing to lose. We can win everything.

Recent Articles

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – άδειες απασχόλησης σε εργάτες από τρίτες χώρες, pushbacks και δολοφονίες, στέρηση εργατικών δικαιωμάτων σε αιτητές ασύλου (Ελ & En)

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – άδειες απασχόλησης σε εργάτες από τρίτες χώρες, pushbacks και δολοφονίες, στέρηση εργατικών δικαιωμάτων σε αιτητές ασύλου (Ελ & En)

«(Χ)αίρομαι που το μεταναστευτικό δεν αποτελεί πλέον θέμα συζήτησης. Είναι επειδή το λύσαμε». Ν. Χριστοδουλίδης, ΠτΔ, 12/3/2025 Ξεκινάμε από την ουσία, και ας ξενίσει μερικούς. Προ ολίγων εβδομάδων το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την ανανέωση του πλαισίου εργοδότησης...

Σχετικά με τους μπάτσους, τον συνδικαλισμό και τις διαδηλώσεις (Ελ & En)

Σχετικά με τους μπάτσους, τον συνδικαλισμό και τις διαδηλώσεις (Ελ & En)

(X426729, μέλος της IWW-CyROC) Η αλήθεια είναι ότι ο Λοϊζίδης και τα μισθοφορικά σκυλιά των αφεντικών, η Αστυνομία, πήραν πολύ φόρα τελευταία. Λύσσαξαν να περάσουν το νομοσχέδιο ενάντια στις διαδηλώσεις, με το οποίο θέλουν ουσιαστικά να τις μετατρέψουν σε διαδικασίες...