Μας ρωτάνε συχνά (ίσως υπερβολικά συχνά) γιατί ως οργάνωση βάζουμε στόχο μικρές επιχειρήσεις. Ποιος ο λόγος να δίνονται αγώνες σε χώρους εργασίας που, είτε βελτιωθούν οι συνθήκες, είτε όχι, είτε χρεοκοπήσουν και κλείσουν, στο τέλος της ημέρας το καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης παραμένει ανεπηρέαστο; Ποιο το νόημα έχει ένας αγώνας ενάντια σε μια Optilink Solutions και σε ένα Pieto;
Καταρχάς, να βγάλουμε από την μέση την αυτονόητη απάντηση: Πρώτον, δεν “επιλέγουμε” με ποιες επιχειρήσεις θα ασχοληθούμε, αλλά οργανώνουμε όλους τους χώρους εργασίας στους οποίους είτε εργαζόμαστε τα μέλη της οργάνωσης είτε μας προσεγγίζουν εργαζόμενοι για να τους βοηθήσουμε στην οργανωτική τους προσπάθεια, και καταγγέλλουμε όλες τις επιχειρήσεις των οποίων νυν ή/και πρώην εργαζόμενοι βρίσκουν το θάρρος να μιλήσουν για το βίωμα τους. Κατά δεύτερον, το καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης δεν θα ανατραπεί από το κλείσιμο καμίας επιχείρησης, είτε αυτή εργοδοτεί ένα άτομο είτε χιλιάδες. Πρώτιστος στόχος κάθε ριζοσπαστικής συνδικαλιστικής οργάνωσης (πάνω και από τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας) είναι η καλλιέργεια ταξικής συνείδησης και γερών σχέσεων αλληλεγγύης και αγώνα, ανάμεσα σε όλους τους εργάτες ανεξαρτήτως μεγέθους του χώρου εργασίας τους.
Οι παραπάνω ερωτήσεις, για να έχει ουσιαστικό νόημα η απάντηση τους, θα πρέπει να τεθούν έτσι: γιατί είναι τόσο συχνό φαινόμενο στην Κύπρο μικρές επιχειρήσεις να υπερεκμεταλλεύονται τους υπαλλήλους τους ή/και παραβιάζουν την πανελάχιστη εργασιακή νομοθεσία και τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις (εκεί που υπάρχουν, πχ στα ξενοδοχεία);
Μια πρώτη απάντηση δίνουν οι αριθμοί. Στην Κύπρο, με στοιχεία του 2020, υπάρχουν σχεδόν 110 χιλ. επιχειρήσεις, σε πληθυσμό λιγότερο του 1 εκατ. Από αυτές, πάνω από 100 χιλ. (ποσοστό που αγγίζει το 95%) είναι μικρές επιχειρήσεις, με 0-9 εργαζόμενους (σε αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι περίπου 25 χιλ. οικίες στις οποίες εργάζονται οικιακές εργάτριες, όπου γίνεται το σώσε από υπερεκμετάλλευση και εγκληματικά άθλιες συνθήκες εργασίας), ενώ άλλες 4μιση χιλ. εργοδοτούν από 10-49 εργαζομένους. Με τέτοιο υπερπληθυσμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι αναμενόμενο πως ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των καταγγελιών που θα λαμβάνουμε θα αφορούν αυτές τις επιχειρήσεις (να σημειωθεί πως, ενώ αυτοί οι αριθμοί περιλαμβάνουν και επιχειρήσεις χωρίς εργαζομένους, είναι προφανές πως ως οργάνωση εναντιωνόμαστε σε αφεντικά). Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψιν πως πως η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων ανήκουν σε ντόπιους, οι οποίοι αποτελούν και μια πολύ κρίσιμη μάζα δυνητικών ψηφοφόρων, μια μάζα που ακόμη βρίσκει νόημα να προσέρχεται στις κάλπεις, καθώς οι πολιτικές επιλογές των κυβερνώντων τους επηρεάζουν βαθύτατα (σε αντίθεση με τους εργάτες, για τους οποίους όποιος και να κυβερνά η οκά πάνω κάτω 400). Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός πως η πλειοψηφία των κομμάτων, με πρώτο και καλύτερο το “αντισυστημικό” (εδώ γΕΛΑΜε) ακροδεξιό ΕΛΑΜ, φροντίζει είτε να περνάει αντεργατικές νομοθεσίες/τροποποιήσεις, ή να ξεδοντιάζει αυτές που ενδεχομένως να λειτουργήσουν υπέρ των εργατών (ενδιαφέρον τέτοιο παράδειγμα το ξεδόντιασμα της Ενιαίας Ενιαίας Υπηρεσίας Επιθεώρησης Εργασίας το “μακρινό” 2019, της Αρχής δηλαδή που είναι υπεύθυνη να ελέγχει αν οι εργατικές νομοθεσίες εφαρμόζονται). Για ένα φρέσκο φρέσκο παράδειγμα, η απόφαση-κωλοτούμπα με το άνοιγμα της λεωφόρου Μακαρίου, προς ικανοποίηση των αντικοινωνικών συμφερόντων της τοπικής εργοδοτικής τάξης και μόνο.
Πριν συνεχίσουμε πρέπει να γίνει μία τόσο απαραίτητη όσο και προφανής επισήμανση. Δεν θεωρούμε σε καμία περίπτωση πως οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν έχουν τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την εργασιακή κατάσταση στην χώρα και παγκόσμια, ούτε πως δεν κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους και αυτές για να μείνει η εργατική νομοθεσία ελάχιστη και ανεφάρμοστη, ούτε πως δεν παραβιάζουν και αυτές με κάθε ευκαιρία το εργατικό δίκαιο. Για δύο παραδείγματα στο πόδι, μια επίσκεψη σε μεγάλες αλυσίδες φούρνων είναι αρκετή για να δείτε αν η νομοθεσία περί ορθοστασίας εφαρμόζεται, και μία συζήτηση με εργαζόμενους στις μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες (ναι, και εκεί που υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις και παρουσία συντεχνιών δηλαδή) είναι αρκετή για να μάθετε την κατάσταση των μεταναστών εργαζομένων τους. Αλλά, παραμένει γεγονός πως, εξ όσων γνωρίζουμε και κατά γενικό κανόνα, οι όροι εργοδότησης σε μεγαλύτερες εταιρίες είναι καλύτεροι, οι παραβιάσεις της νομοθεσίας λιγότερες, και πολύ πιο συχνά καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις. Οι λόγοι πολλοί, κάποιοι από τους οποίους αναλύονται παρακάτω, αλλά αξίζει να αναφερθεί το γεγονός πως οι μεγάλες επιχειρήσεις για τις οποίες μαθαίνουμε αρνητικές καταστάσεις (όπως τα δύο σύντομα παραδείγματα που παραθέσαμε), ανήκουν στην συντριπτική πλειοψηφία τους σε ντόπιους επιχειρηματίες.
Ας μπούμε όμως στην ουσία του πράγματος, η οποία δεν βρίσκεται στους αριθμούς, τουλάχιστον όχι στο πλήθος των επιχειρήσεων. Ας κάνουμε μια σύντομη αναδρομή σε ένα πολύ πρόσφατο περιστατικό του ταξικού πολέμου, ξεκινώντας από το τέλος του – προ ημερών οι εταιρείες του κλάδου Κατασκευαστών Έτοιμου Σκυροδέματος σύστησαν εκ νέου τον Σύνδεσμο τους. Να θυμίσουμε πως ο Σύνδεσμος διαλύθηκε πριν μερικούς μήνες, εν μέσω και “εξαιτίας” της απεργ΄΄ιας στον κλάδο, της μεγαλύτερης σε διάρκεια κλαδικής απεργίας στην ιστορία της Δημοκρατίας, που άφησε ιστορία πηγαίνοντας κόντρα σε ανταπεργίες, απεργοσπασίες, τραυματισμούς απεργών, πολιτικές επιθέσεις και δημοσιογραφικό λίβελο. Η διάλυση του Συνδέσμου, που έφερε και το ουσιαστικό τέλος στην απεργία καθώς αυτή γινόταν για την υπογραφή κλαδικής συλλογικής σύμβασης με τον Σύνδεσμο, επήλθε καθώς 8 από τις σχεδόν 30 εταιρίες-μέλη του υπέκυψαν στον αγώνα των εργαζομένων, ενώ οι υπόλοιπες όχι. Αυτές οι 8 εταιρίες, οι οποίες σύμφωνα με τις συντεχνίες θα υπέγραφαν επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση, είναι οι μεγαλύτερες στον κλάδο (καλύπτουν το 75%) ενώ οι υπόλοιπες καλύπτουν μόνο το 25% του κλάδου. Πώς, λοιπόν, αυτή η εικοσαριά μικρές επιχειρήσεις κατάφεραν να αντέξουν μια τόσο δυναμική απεργία, ενώ οι μεγάλες υποχώρησαν; Μια πρώτη απάντηση είναι το γεγονός πως, εξ όσων είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, οι περισσότεροι εργαζόμενοι τους, αρκετοί εξ αυτών μετανάστες που δουλεύουν αδήλωτα, δεν απεργούσαν [Απαραίτητη σημείωση: αρκετές από τις πληροφορίες που παραθέτουμε και σε αυτό αλλά και σε όλα τα άρθρα μας βασίζονται είτε σε προσωπικές μαρτυρίες μελών μας, είτε σε μαρτυρίες συναδελφιών με τα οποία έχουμε προσωπικές σχέσεις – και αυτό είναι feature, not a bug, καθώς η οργάνωση μας είναι τα μέλη της, δεν υπάρχει πέραν και από πάνω από αυτά, και αναγνωρίζει πως τα βιώματα της εργατιάς είναι η απόλυτη πηγή πληροφορίας].
Άρα, έχουμε το γεγονός πως οι μικρές επιχειρήσεις, τουλάχιστον αυτές που αφορά η παραπάνω ιστορία, από την μία δρούνε απεργοσπαστικά και διαλυτικά προς τον κοινωνικό διάλογο, και από την άλλη παραβιάζουν κατά κόρον την νομοθεσία περί αδήλωτης εργασίας (δηλαδή κερδοφορούν έξτρα σε βάρος του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων και των εργαζομένων τους). Αλλά υπάρχει ακόμη ένας λόγος που παραθέσαμε την ιστορία με την απεργία στον κλάδου του σκυροδέματος, γιατί μέσω αυτής μπορούμε να αντιληφθούμε το γιατί οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις φέρονται με αυτό τον τρόπο. Βλέπετε, το κύριο αίτημα των απεργών ήταν απλά να πληρώνεται κατιτίς παραπάνω η υπερωριακή εργασία. Και κάτι τόσο απλό, τόσο μικρό και τόσο αυτονόητο, ήταν casus belli για τους μικρομεσαίους του κλάδου, σε βαθμό που διέλυσαν τον Σύνδεσμο τους για να μην το υπογράψουν (ο νέος Σύνδεσμος είναι μορφής Business Association, και δεν θα υπογράφει συλλογικές συμβάσεις). Για όσους ακόμη ξύνουν το κεφάλι τους, να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται: για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου τόσο η εργασία των εργαζομένων πέραν του ωραρίου, όσο και η μη πληρωμή αυτής, είναι απαραίτητα στοιχεία της βιωσιμότητας τους. Για τις μεγάλες επιχειρήσεις υπογραφή της σύμβασης σημαίνει μια μείωση των κερδών, για τις μικρομεσαίες, όπως φαίνεται εκ των πραγμάτων, σήμαινε κλείσιμο.
Να γιατί οι εργοδότες, και κυρίως οι μικρομεσαίοι, υπερεκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους τους, ντόπιους και μετανάστες. Όχι επειδή είναι (όλοι) άπληστοι, αλλά επειδή διακυβεύεται η προλεταριοποίηση τους, το να χρεοκοπήσουν και να αναγκαστούν να γίνουν εργαζόμενοι σαν και μας δηλαδή. Επιπλέον, σε πρόσφατα άρθρα μας για την μεταναστευτική πολιτική και την έξαρση του φασισμού, καταλήξαμε να επιρρίπτουμε την ευθύνη στην ντόπια εργοδοτική τάξη – για αυτό φέρονται και τοποθετούνται ρατσιστικά, ψηφίζουν και απαρτίζουν φασιστικά κόμματα, υποστηρίζουν ακροδεξιούς πολιτικούς και πολιτικές. Γιατί η διάσπαση της εργατικής τάξης και η ανασφάλεια και η γκρίζα ζώνη στην οποία ζουν οι μετανάστες εργαζόμενοι τους επιτρέπει να κρατάνε τις επιχειρήσεις τους ζωντανές, ή τουλάχιστον στον αναπνευστήρα. Και αυτό με τις ευλογίες και την υποστήριξη της κυβέρνησης, όχι μόνο για ψηφοθηρικούς λόγους, αλλά και επειδή εκεί βασίζονται για να περηφανεύονται για τα χαμηλά επίπεδα ανεργίας.
Για αυτό και μεις τους βάζουμε στόχο, και θα συνεχίσουμε να τους βάζουμε στόχο. Όχι επειδή δεν έχουμε ενσυναίσθηση για τον φόβο τους, ζούμε καθημερινά την κατάρα του να είσαι εργάτης, και παλεύουμε με μανία για κατάργηση των τάξεων. Αλλά επειδή αυτοί επιλέγουν να είναι μέρος του προβλήματος (και να το κάνουν απείρως χειρότερο) και όχι της λύσης, επειδή, εν αναμονή της κατάργησης της μισθωτής σκλαβιάς, θέλουμε μισθούς και όχι “δουλίτσες”, επειδή εργάτες και αφεντικά (ασχέτως μεγέθους) δεν έχουν τίποτα το κοινό!
***
Small and Medium-sized Bosses: the backbone of economy or cancer on the back of the working class?
We are often asked (perhaps too often) why as an organisation we target small businesses. Why fight in workplaces where, whether conditions improve or not, or if they go bankrupt and close down, at the end of the day the capitalist system of exploitation remains unaffected? What is the point of fighting against an Optilink Solutions and a Pieto?
For starters, let’s get the obvious answer out of the way: First, we do not “choose” which businesses we will deal with, but we organise all workplaces where either our members work or workers approach us to help them in their organising efforts, and we denounce all businesses whose current and/or former workers find the courage to speak out about their experiences. Second, the capitalist system of exploitation will not be overthrown by the closure of any business, whether it employs one person or thousands. The primary goal of every radical labour union (above and beyond improving working conditions) is to cultivate class consciousness and strong relations of solidarity and struggle among all workers, regardless of the size of their workplace.
The above questions, in order for their answer to have substantial meaning, should be posed as follows: why is it so common in Cyprus for small businesses to overexploit their employees and/or violate the bare minimum labour legislation and sectoral collective agreements (where they exist, e.g. in hotels)?
A first answer is given by the numbers. In Cyprus, with data from 2020, there are almost 110 thousand businesses, in a population of less than 1 million. Of these, over 100 thousand. (a percentage approaching 95%) are small businesses with 0-9 employees (including the approximately 25 thousand homes in which domestic workers work, where overexploitation and criminally miserable working conditions run amuck), while another 4 and a half thousand employ 10-49 employees. With such an overpopulation of small and medium-sized businesses, it is expected that a very significant percentage of the complaints we will receive will concern these businesses (note that, while these numbers also include businesses without employees, it is obvious that as an organisation we are opposed to bosses). It must also be taken into account that the vast majority of businesses are owned by locals, who also constitute a very critical mass of potential voters, a mass that still finds it meaningful to come to the polls, as the political choices of those in power deeply affect them (unlike workers, for whom whoever governs is more or less the same). It should come as no surprise that the majority of parties, first and foremost the “anti-systemic” (here we’re laughing) far-right ELAM, are either trying to pass anti-labour legislation/amendments, or to dismantle those that might work in favour of workers (an interesting example is the defanging of the Unified Labour Inspection Service in the “distant” 2019, the Authority responsible for checking whether labour laws are being implemented). For a fresh example, the decision to reopen Makariou Avenue, to satisfy the anti-social interests of the local employer class alone.
Before we continue, a necessary and obvious point must be made. We do not believe in any way that large companies do not have a huge share of responsibility for the labour situation in the country and worldwide, nor that they do not do everything in their power to keep labour legislation minimal and unenforced, nor that they do not violate labour law at every opportunity. For two examples, a visit to large bakery chains is enough to see if the legislation on standing is implemented, and a conversation with workers in large dairy factories (yes, even where there are collective agreements and the presence of unions) is enough to learn about the situation of their immigrant workers. But, the fact remains that, as far as we know and as a general rule, employment conditions in larger companies are better, violations of the law are fewer, and they are much more often covered by collective agreements. The reasons are many, some of which are analyzed below, but it is worth mentioning the fact that the large companies about which we learn negative situations (such as the two brief examples we have just cited), belong in their overwhelming majority to local entrepreneurs.
But let’s get to the essence of the matter, which is not found in the numbers, at least not in the number of companies. Let’s take a brief look back at a very recent incident of class war, starting from its end – a few days ago the companies of the Ready-mix Concrete Manufacturers sector re-established their Association. Let’s recall that the Association was dissolved a few months ago, in the midst of and “because of” the strike in the sector, the longest-lasting sectoral strike in the history of the Republic, which wrote history by going against lockouts, strikebreaking, injuries to strikers, political attacks and journalistic libel. The dissolution of the Association, which also brought an essential end to the strike as it was being held for the signing of a sectoral collective agreement with the Association, occurred as 8 of its almost 30 member companies succumbed to the workers’ struggle, while the rest did not. These 8 companies, which according to the unions would sign single-company collective agreements, are the largest in the sector (covering 75%), while the rest cover only 25% of the sector. How, then, did these twenty or so small companies manage to withstand such a dynamic strike, while the large ones relented? A first answer is the fact that, as far as we are able to know, most of their workers, many of them migrants who work undeclared, were not on strike [Important note: much of the information we cite in this and all of our articles is based either on personal testimonies of our members, or on testimonies of colleagues with whom we have personal relationships – and this is a feature, not a bug, as our organisation is its members, it does not exist beyond and above them, and it recognises that the experiences of the workers are the ultimate source of information].
So, we have the fact that small businesses, at least those concerned by the above story, on the one hand act in a strike-breaking and disruptive manner towards social dialogue, and on the other hand they frequently violate the legislation on undeclared work (i.e. they make extra profits at the expense of the Social Insurance Fund and their employees). But there is another reason why we cited the story of the strike in the concrete industry, because through it we can understand why small and medium-sized businesses behave in this way. You see, the main demand of the strikers was simply to be paid a little more for overtime work. And something so simple, so small and so self-evident was a casus belli for the small and medium-sized enterprises in the sector, to the extent that they dissolved their Association in order not to sign it (the new Association is in the form of a Business Association, and will not sign collective agreements). For those who are still scratching their heads, let’s put it as simply as possible: for the small and medium-sized enterprises in the sector, both the work of employees beyond working hours and the non-payment of this, are essential elements of their viability. For large enterprises, signing the contract means a reduction in profits, for small and medium-sized enterprises, as the facts show, it meant closure.
This is why employers, and especially small and medium-sized enterprises, overexploit their employees, both local and immigrant. Not because they are (all) greedy, but because their proletarianisation is at stake, that is their bankruptcy and being forced to become workers like us. Furthermore, in our recent articles on immigration policy and the rise of fascism, we ended up blaming the local employers – that is also why they behave and act in a racist manner, vote for and participate in fascist parties, support far-right politicians and policies; because the division of the working class and the insecurity and the gray zone in which migrant workers live, allows them to keep their businesses alive, or at least on life support. And this with the blessings and support of the government, not only for vote-hunting reasons, but also because they rely on it to boast about low unemployment levels.
That is why we target them, and will continue to target them. Not because we have no empathy for their fear, we live the curse of being a worker every day, and we fight furiously for the abolition of classes. But because they choose to be part of the problem (and make it infinitely worse) and not the solution, because, pending the abolition of wage slavery, we want wages and not “jobs”, because workers and bosses (regardless of size) have nothing in common!