Με 4 μήνες επεισοδιακής καθυστέρησης, οι κοινωνικοί εταίροι μας (κράτος, εργοδότες, συντεχνίες) κατέληξαν σε συμφωνία για την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ). Μια συμφωνία, ή ένας συμβιβασμός όπως τον χαρακτηρίζουν και οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ιστορικός – αλλά όχι για τους λόγους που ίσως φαντάζεται ο περισσότερος κόσμος.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα με την όλη υπόθεση της ΑΤΑ δεν είναι ο συμβιβασμός ο ίδιος – η πλειοψηφία των εργασιακών διαμάχεων καταλήγει σε συμβιβαστικές “επιλύσεις”, συχνά επίπονες. Πόσο μάλλον όταν το “συνδικαλιστικό κίνημα” της χώρας απαρτίζεται κυρίως απο δεξιές φιλοκυβερνητικές συντεχνίες, που στο “κοινό” τους μέτωπο φροντίζουν να αποκλείσουν συντεχνίες οι οποίες έχουν μια πιο διεκδικητική και μαχητική προσσέγγιση στις εργασιακές σχέσεις (πχ, είτε μας αρέσει είτε όχι, την συντεχνία Ισότητα).
Δεν είναι ούτε το γεγονός πως κυριάρχησε στην δημόσια συζήτηση ο επικίνδυνος διαχωρισμός ανάμεσα σε χαμηλόμισθους και υψηλόμισθους εργαζόμενους. Αλλά με την ευκαιρία, κανένας εργαζόμενος δε θα έπρεπε να βλέπει τον μισθό του να ροκανίζεται από την ακρίβεια, πόσο μάλλον αφού η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στα κέρδη των αφεντικών, τα οποία ξεπερνούν και τους πιο ψηλούς μισθούς, ακόμα και αν μιλάμε για μικρές επιχειρήσεις. Οι ψηλοί μισθοί και ευεργετικοί είναι (πχ ισούνται με υψηλές εισφορές σε ΤΚΑ και ΓΕΣΥ), και στόχος κάθε εργαζόμενου και κάθε κοινωνικά προσανατολισμένης οικονομίας.
Όλα αυτά αποτελούν προβλήματα, αλλά είναι τα αναμενόμενα χαρακτηριστικά μιας μικρής κοινωνίας που απαρτίζεται από ένα τόσο μεγάλο αριθμό εργοδοτών (περίπου 100 χιλιάδες σε πλυθησμό που δεν αγγίζει το ενάμισι εκατομμύριο), οι οποίοι μόνο κέρδος έχουν με το να σπέρνουν την διχόνοια ανάμεσα σε κατηγορίες εργαζομένων, και με τους οποίους οι περισσότερες συντεχνίες αποφεύγουν όσο γίνεται να τα τσουγκρίζουν για πολλούς λόγους (ανάμεσα τους και οι πολιτικοί συσχετισμοί).
Το βασικό, όμως, πρόβλημα με την συγκεκριμένη μάχη για την ΑΤΑ βρίσκεται στους λόγους που το “συνδικαλιστικό κίνημα” απέτυχε να πιέσει κυβέρνηση και εργοδότες για μια ουσιαστική αποκατάσταση της ΑΤΑ στην φιλοσοφία της, καταλήγοντας σε μια συμφωνία που παγιώνει παλιότερους συμβιβασμούς, και σε μια ΑΤΑ που ελάχιστη ομοιότητα έχει με αυτή που κερδήθηκε την δεκαετία του 40, και που αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι των εργασιακών σχέσεων τις δεκαετίες της οικονομικής άνθισης της χώρας.
Και για να προλάβουμε τις “κακιές γλώσσες” που θα μιλήσουν για πουλημένες συντεχνίες, η αλήθεια είναι πως όταν καλείς μια συμβολική τρίωρη γενική στάση εργασίας, για ένα ζήτημα που αφορά όλους τους εργαζόμενους της χώρας, και η συμμετοχή είναι τόσο χαμηλή δεδομένων των περιστάσεων (οι χιλιάδες συμμετέχοντες θα έπρεπε να ήταν δεκάδες αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες), δεν θα ιδρώσει το αυτί κανενός εργοδότη και καμιάς κυβέρνησης, και στερείται βάσης η όποια προσπάθεια συνέχισης του αγώνα με τέτοια μέσα.
Άρα φταίμε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι για τα χάλια μας και όχι οι συντεχνίες; Προφανώς και όχι! Φταίει το μοντέλο συνδικαλισμού που προκαλεί αυτή την αδυναμία κινητοποίησης των εργαζομένων, και όσοι εντός του “συνδικαλιστικού κινήματος” επιμένουν να το υπερασπίζονται και να το αναπαράγουν.
Σε μια χώρα με υψηλό σχετικά ποσοστό συνδικαλιστικής κάλυψης, τέτοιες αδυναμίες θα έπρεπε να είναι ανεπίτρεπτες – στη Γαλλία για παράδειγμα, με μονοψήφιο ποσοστό συνδικαλιστικής κάλυψης, τα εκεί συνδικάτα έχουν τόση ικανότητα κινητοποίησης εργαζομένων που ρίχνουν κυβερνήσεις. Και ο αυξανόμενος αριθμός εργατικών κινητοποιήσεων τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο, δείχνει πως και οι εδώ εργαζόμενοι έχουν κάθε διάθεση να οργανωθούν και να παλέψουν για ένα καλύτερο σήμερα και αύριο, αφού βιώνουν στο πετσί τους πως κανένας εργοδότης και καμία κυβέρνηση δεν θα τους χαρίσει το οτιδήποτε.
Το θέμα είναι ΠΩΣ θα προκύψει αυτή η οργάνωση, και ποιες μορφές μπορεί να πάρουν αυτοί οι αγώνες. Γιατί σίγουρα δεν θα προκύψει από το πουθενά απλά με ευχολόγια. Και αφού οι συντεχνίες δεν φαίνονται διατεθειμένες, προς το παρόν τουλάχιστον, να αναλάβουν το ρόλο που τους αναλογεί. Άρα, ποιες οι επιλογές μας;
Γιατί, το να ανακαλύπτουμε προβλήματα με το υπάρχον και να γκρινιάζουμε για αυτά είναι σκέτη ματαιοπονία που καλλιεργεί μονάχα την απελπισία, αν δεν συνοδεύεται από βιώσιμες εναλλακτικές προτάσεις με πρακτική εφαρμογή!



