Ξεκινάει σήμερα (Τετάρτη 14/5) η κατ’ άρθρον συζήτηση του νομοσχεδίου “Ο περί Δημόσιων Συγκεντρώσεων και Παρελάσεων Νόμος του 2025” στη Βουλή, ενός νομοσχεδίου που στοχεύει στον ουσιαστικό περιορισμό του δικαιώματος στη διαδήλωση. Όπως αναφέρθηκε και σε πρόσφατο άρθρο μας, για το περιεχόμενο του νομοσχεδίου, και τις βαθύτατα προβληματικές διατάξεις του, έχουν τοποθετηθεί επικριτικά πληθώρα φορέων, από ακτιβιστικές οργανώσεις μέχρι κρατικούς θεσμούς και φορείς. Μια σειρά πρόσφατων εξελίξεων, όμως, μας υποχρεώνει να αναφερθούμε σε κάποιες από τις σοβαρότερες παραμέτρους του νομοσχεδίου, αυτές που συνδέονται με την κάλυψη των χαρακτηριστικ΄ων, την οποία ανάγουν δυνητικά σε ποινικό αδίκημα.
Από τα τρία ποινικά αδικήματα που εισάγει η προτεινόμενη νομοθεσία, τα δύο αφορούν την κάλυψη των χαρακτηριστικών. Το πρώτο αφορά την περίπτωση που υπάρχει εύλογη υποψία ότι η συγκέντρωση πρόκειται να καταστεί μη ειρηνική και άτομο αρνηθεί διαταγή αστυνομικού να αφαιρέσει αντικείμενο που καλύπτει την ταυτότητα του. Όπως ορθά επισήμανε, μεταξύ άλλων, η Επίτροπος Διοικήσεως όταν το νομοσχέδιο συζητήθηκε στην Επιτροπή Νομικών της Βουλής προ ημερών, είναι αδύνατον να συνδεθεί η «εύλογη υποψία» για χρήση βίας με το άτομο που καλύπτει το πρόσωπό του, και η πρόθεση δεν μπορεί από μόνη της να συνιστά ποινικό αδίκημα, με ποινή δύο χρόνια φυλάκιση μάλιστα. Σημείωσε, δε, ότι οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ που επιτρέπουν τον περιορισμό του δικαιώματος σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, κάνουν αναφορά στη συμπεριφορά συγκεκριμένου προσώπου και όχι μόνο στο γεγονός ότι καλύπτει το πρόσωπό του. Το δεύτερο ποινικό αδίκημα αφορά περιπτώσεις που άτομο, μετά την κοινοποίηση απόφασης διάλυσης της συγκέντρωσης, καλύπτει τα χαρακτηριστικά του με τρόπου που να μην είναι αναγνωρίσιμο. Δηλαδή ποινικοποιείται η προστασία της ανωνυμίας κατά την αποχώρηση από διαδηλώση, ακόμη και όταν αυτή γίνεται σε απόλυτη συμμόρφωση στις διαταγές των Αρχών.
Δεν υπάρχει περιθώριο αμφιβολίας για το που στοχεύει το νέο νομοσχέδιο, στην καταστολή κάθε φωνής αντίστασης και διαμαρτυρίας και στην τρομοκρατική αποτροπή συμμετοχής σε διαδηλώσεις που εντάσσονται στον ευρύτερο πολιτικό χώρο αυτού που λέμε “Αριστερά”. Και αυτό χωρίς καν το οποιοδήποτε πρόσχημα, καθώς τα τελευταία χρόνια, αν όχι δεκαετίες, όλες οι διαδηλώσεις με αναφορά στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο ήταν, καλώς ή κακώς, απολύτως ειρηνικές. Αντίθετα, στην ιστορία της Κύπρου η τρομοκρατία είναι προνόμιο της ακροδεξίας, και είναι οι διαδηλώσεις ακροδεξιών στοιχείων που εξελίσσονται συχνά σε βίαιες. Το πιο πρόσφατο παράδειγμά είναι προφανώς τα περσινά πογκρόμ εναντίον μεταναστών σε Χλώρακα και Λεμεσό, αλλά, για όσα έχουν εξαιρετικά κοντή μνήμη, να θυμίσουμε την βίαιη επίθεση στο συγκρότημα Δίας το 2021 (στην οποία εργαζόμενοι κινδύνεψαν να ΄χασουν την ζωή τους) από ακροδεξιούς, οι οποίοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα να έχουν ακάλυπτα τα χαρακτηριστικά τους.
Δεν μας κάνει, λοιπόν, καμία εντύπωση το γεγονός πως το νομοσχέδιο υποστηρίζεται με σθένος από τα δεξιά κόμματα, αλλά και από τους συνδέσμους της αστυνομίας. Μιας αστυνομίας με ξεκάθαρα τα δύο μέτρα και δύο σταθμά στην αντιμετώπιση αριστερών και δεξιών διαδηλώσεων. Με τέτοιο βεβαρυμένο ιστορικό καταστολής, που ξεπερνά τα όρια της προσωπικής εμπάθειας όταν η διαδήλωση έχει στόχο την καταγγελία της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, το παραμικρό αρνητικό σχόλιο ενάντια στη χρήση μάσκας για τον περιορισμό των αρνητικών συνεπειών συμμετοχής σε διαμαρτυρία καταδεικνύει ξεκάθαρα την πολιτική θέση και τις στοχεύσεις αυτού που το εκφράζει. Πόσο μάλλον η οποιαδήποτε δήλωση υποστήριξης ενός νομοσχεδίου το οποίο έρχεται από τη μία να νομιμοποιήσει ουσιαστικά πολλές από αυτές τις αυθαιρεσίες και να δώσει υπερεξουσίες στην αστυνομία, ενώ από την άλλη να ποινικοποιήσει την προστασία της ανωνυμίας στην άσκηση ενός ανθρώπινου δικαιώματος.
Γιατί, στην προστασία της ανωνυμίας προφανώς στοχεύει η χρήση μάσκας στις διαδηλώσεις. Η χρήση μάσκας που, όπως όλα θυμόμαστε με ρίγος, ήταν μέχρι πρόσφατα υποχρεωτική για κάθε έξοδο από τα σπίτια μας, ούτως ώστε να περιοριστεί η πανδημία (η οποία ό,τι άλλο παρά περιορισμένη είναι αυτή τη στιγμή, απλώς δεν αποτελεί πλέον κίνδυνο για την απρόσκοπτη κερδοφορία του κεφαλαίου). Μιας ανωνυμίας που δυστυχώς εν έτει 2025 παίρνει μια ακόμη διάσταση, πέραν της όποιας προστασίας από την κρατική καταστολή, αυτή της προστασίας από την εργοδοτική βία. Δεν έχει περάσει ούτε χρόνος από την μέρα που δημοσιογράφος απολύθηκε επειδή συμμετείχε σε δράση διαμαρτυρίας, και μάλιστα ο εργοδότης που τον απέλυσε ήταν η συντεχνία τραπεζοϋπαλλήλων ΕΤΥΚ. Αν αυτή την αντιμετώπιση επιφυλλάσουν οι οργανώσεις που είναι υποτίθεται ταγμένες στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, φανταστείτε τι κάνουν οι υπόλοιποι εργοδότες.
Εμείς από μεριάς μας δεν χρειάζεται να φανταστούμε τίποτα, το ζούμε και το αντιμετωπίζουμε καθημερινά και στην χειρότερη ενδεχομένως μορφή του. Το πιο πρόσφατο, και κραυγαλέο, παράδειγμα; Στην ολιγόλεπτη (15 λεπτά) ειρηνικότατη διαδήλωση που οργανώσαμε την Πρωτομαγιά έξω από το κάτεργο που ακούει στο όνομα καφέ Pieto στο κέντρο της Λευκωσίας, σαν μια ελάχιστη αντίδραση (απλό μοίρασμα κειμένων, χωρίς καμία παρεμπόδιση εισόδου στο μαγαζί και καμία παρενόχληση θαμώνων) στα όσα τραγικά αντιμετωπίζουν όσα εργάζονται εκεί τα οποία μας γνωστοποίησαν πρώην εργαζόμενοι του μαγαζιού, αρκετά από τα άτομα που συμμετείχαν επέλεξαν να κρύψουν τα χαρακτηριστικά τους. Μια απόφαση που ως οργάνωση ενθαρρύναμε, και ως κίνηση διαμαρτυρίας στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο, αλλά και γνωρίζοντας τις αρνητικές συνέπειες που πιθανότατα να αντιμετωπίσει κάθε άτομο που συμμετέχει σε εργατική κινητοποίηση, από νυν ή/και υποψήφιους εργοδότες του. Όταν ο εξοργισμένος εργοδότης ανήρτησε βίντεο καταγγελίας για τη συγκεκριμένη μικροπαρέμβαση (βίντεο γεμάτο ψέματα και βρισιές, που σημαίνει πως η παρέμβαση πέτυχε τον σκοπό της), στη σελίδα του συνδέσμου μαγαζατόρων του κέντρου, τα σχόλια από ομοιοπαθείς του εργοδότες και λοιπά φασιστικά στοιχεία που ακολουθούν την σελίδα (ο σύνδεσμος αυτός είναι γνωστός για τις αντιμεταναστευτικές του θέσεις) κινήθηκαν ουσιαστικά σε δύο γραμμές: έντονη “αγανάκτιση” για την χρήση μασκών, και στοχοποίηση με προσωπικά στοιχεία των οργανωτών μας που δεν κάλυψαν τα χαρακτηριστικά τους – και οι δύο γραμμές κατέληγαν σε καλέσματα προς κράτος (και παρακράτος) όπως εξουδετερώσει με κάθε σημασία της λέξης τα άτομα που συμμετείχαν στην διαδήλωση. Μάλιστα, η στοχοποίηση των οργανωτών μας συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, με αναρτήσεις φωτογραφιών και προσωπικών στοιχείων σε διάφορα φασιστομπλόκ στο διαδίκτυο, επιβεβαιώνοντας την σημασία της προστασίας του δικαιώματος στην απόκρυψη των χαρακτηριστικών!
Εν κατακλείδι, να κάνουμε ξεκάθαρο προς κάθε κατεύθυνση πως ακόμα και αν το συγκεκριμένο νομοσχέδιο περάσει (στην σημερινή εκδοχή του ή σε μια ελάχιστα βελτιωμένη εκδοχή), δεν θα επιτρέψουμε να καταστείλει την όποια δραστηριότητα μας. Όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο άρθρο για το ζήτημα, η συζήτηση για παρόμοιο περιορισμό δικαιωμάτων έχει ξεκινήσει πρόσφατα και στις ΗΠΑ, ενώ αντίστοιχος νόμος πέρασε στην Ελλάδα το 2020. Αυτό, όμως, δεν απέτρεψε ομάδες εργαζομένων από το να αντιδράσουν στην εγκληματική εργοδοτική αυθαιρεσία, αντιμετωπίζοντας με χλευασμό τις αντιδράσεις όλων όσοι αγανακτούν με την χρήση της κουκούλας. Στα λόγια των εξεγερμένων Ζαπατίστας, φορέσαμε τις κουκούλες για να διασφαλίσουμε πως θα μας δείτε και θα μας ακούσετε. Και θα συνεχίσουμε να τις φοράμε, και να στοιχειώνουμε τον κάθε εργοδότη που ασελγεί (μεταφορικά ή και κυριολεκτικά) πάνω στην εργατική τάξη. Γιατί και οι πρόγονοι μας μασκοφόροι εργάτες ήσαν και αυτοί.
Τέρμα πια στις αυταπάτες: Ή με το κεφάλαιο ή με τους εργάτες – Ή με τις κουκούλες, ή με τις γραβάτες!